- ὑδροκηλικός
- ὑδρο-κηλικός, ή, όν, mit einem Wasserhodenbruch behaftet
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υδροκηλικός — ή, ό / ὑδροκηλικός, ή, όν, ΝΜΑ [υδροκήλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροκήλη 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο υδροκηλικός, η υδροκηλική αυτός που πάσχει από υδροκήλη μσν. αρχ. ο κατάλληλος για τη θεραπεία τής υδροκήλης … Dictionary of Greek
υδροκηλικός — ή, ό 1. που αναφέρεται στην υδροκήλη (βλ. λ.): Υδροκηλικά φάρμακα. 2. αυτός που πάσχει από υδροκήλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑδροκηλικῶν — ὑδροκηλικός suffering from hydrocele fem gen pl ὑδροκηλικός suffering from hydrocele masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροκηλικοῖς — ὑδροκηλικός suffering from hydrocele masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροκηλικούς — ὑδροκηλικός suffering from hydrocele masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροκηλικῷ — ὑδροκηλικός suffering from hydrocele masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)